Το Μαυρίλο είναι ένα ορεινό χωριό (σε υψόμετρο 920 μέτρων) το οποίο βρίσκεται στην πλαγιά του Βελουχιού. Το χωριό βρίσκεται οδικώς 65 χιλιόμετρα δυτικά της Λαμίας και 25 χιλιόμετρα ανατολικά του Καρπενησίου. Είναι Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αγίου Γεωργίου Τυμφρηστού. Η αρχική ονομασία ήταν Κορυφές (λόγω θέσης κάτω από τις βουνοκορφές του Βελουχιού) αλλά επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετονομάστηκε σε Μαυρίλο (έχει αναφερθεί και ώς Μαυρίλλο, Μαυρίλου, Μαβρήλον και Μαυρίλω). Υπάρχουν δύο υποθέσεις για την προέλευση του ονόματος. Ότι το Μαυρίλο σημαίνει η τοποθεσία εκεί όππου κατασκευάζεται η Μαύρη-ύλη, δηλαδή η μπαρούτη: λόγω των μπαρουτόμυλων που υπήρχαν στο χωριό. Η άλλη εκδοχή είναι ότι Μαυρίλο ονομάζεται λόγω των σκουρόχρωμων δασών-λόγγων που περιβάλλουν το χωριό (κυρίως από δάση μελανής-σκούρας ελάτης).
Το χωριό είναι γεμάτο πηγές, αυλάκια και ρυάκια τα οποία χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν όχι μόνο για πότισμα αλλά ως κινητήρια δύναμη των νερόμυλων για το άλεσμα αλευριού και την κατασκευή μπαρούτης. Η κύρια πηγή του χωριού ονομάζεται Γκούρα (η λέξη αυτή στα Σλαβικά σημαίνει μεγάλη πηγή) και αποτελεί μία από τις πηγές του Σπερχειού ποταμού.
Ανακαινισμένος μπαρουτόμυλος
Στην είσοδο του χωριού υπάρχει ο ανακαινισμένος μπαρουτόμυλος ο οποίος αποτελεί μουσείο (είναι μουσειακό αντίγραφο του αρχικού μπαρουτόμυλου). Η κατασκευή ξεκίνησε το 2002 από τον Δήμο Αγίου Γεωργίου και εγκαινιάστηκε το 2008. Παραδοσιακά οι μπαρουτόμυλοι ήταν λιθόκτιστα κτίρια διαστάσεων 6-8 μέτρα μήκος, 3-5 μέτρα πλάτος και 3 μέτρα ύψος. Σε μερικούς μπαρουτόμυλους λειτουργούσε παράλληλα (σε διπλανό κτίριο) αλευρόμυλος και νεροτριβίο (μαντάνι – για πλύσιμο υφασμάτων-χαλιών). Η μαυριλιώτικη μπαρούτη περιείχε 12,5% θειάφι, 12,5% ξυλοκάρβουνο, 75% νιτρικό κάλλιο (τζερβιτζιλέ το ονομάζανε) και ανάλογο νερό. Ο μηχανισμός των μπαρουτόμυλων διέφερε από αυτήν των νερόμυλων (για άλεσμα σιτηρών) στο ότι η κυκλική κίνηση δεν γύριζε μυλόπετρα αλλά μετατρέπονταν σε παλιδρομική. Τα παλληκάρια (έτσι ονομάζονταν τα κάθετα ξύλινα παλούκια που περιείχε ο μπαρουτόμυλος) με αυτό το τρόπο ανεβοκατέβαιναν και στο κάτω μέρος η ημισφαιρική άκρη τους (ονομάζονταν στούμπος) κοπανούσε το μείγμα υλικών μέσα σε ένα ξύλινο γουδί (το γουδί το ονόμαζαν τσούμα ή γούβα). Το μείγμα υλικών (θειάφι, ξυλοκάρβουνο, νιτρικό κάλιο και νερό) κοπανιόντουσαν ρυθμικά για 5-6 ώρες μέχρι να πάρουν την μορφή ζυμαριού (σαν ζυμάρι ψωμιού). Για την αποφυγή εκρήξεων σε όλα τα στάδια επεξεργασίας της μπαρούτης τα γουδιά (στούμες) καθώς και τα παλληκάρια με τις ημισφαιρικές άκρες ήταν ξύλινα . Απαγορεύονταν μεταλλικά υλικά ή πετραδάκια μέσα στα γουδιά ώστε να αποφεύγεται η ανάφλεξη που θα μπορούσε να προκαλέσει τυχαία σπίθα από τις τριβές. [4] [8]
Οι μπαρουτόμυλοι λειτούργησαν για 200 περίπου χρόνια (1700-1914) και συντέλεσαν στην οικονομική άνθιση του χωριού αλλά και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στο χωριό υπήρχαν 12 ή 15 [4] μπαρουτόμυλοι (από την πηγή Γκούρα μέχρι την θέση Τούρνια) και η τεχνογνωσία κατασκευής μπαρούτης εικάζεται ότι ήρθε είτε από Μαυριλιώτες της Κωνσταντινούπολης, είτε από το χωριό Δημητσάνα Αρκαδίας όπου και εκεί υπήρχαν μπαρουτόμυλοι. [9] [10] Υπάρχουν αναφορές για 4-5 χειρώνακτες μπρατουτοτεχνίτες. [4] Επίσης σώζονται 2 επιστολές του Αθανάσιου Διάκου για προμήθεια πυρομαχικής ύλης από το χωριό:
Ο προσκυνητής προς τους άρχοντες της Λεβαδειάς. Απέρκουσα Ομέρ Βρυώνην εις Πατρατζίκι (Υπάτη), ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλετε δυναμένους κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαρυίλου.
Τιν ευγένειάν σας προσκυνό. Σας ηδοποιώ ότι μας υποσχέθηκαν εις του Μαβρίλου να μας προφτάσουν 80 οκά παρούτη και σήμερις εστήλαμεν τα άσπρα δια να μας την φέρουν..